- πολυκερδής
- ης, ες (высоко)прибыльный, очень выгодный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πολυκερδής — ές, ΝΑ 1. αυτός που αποφέρει μεγάλο κέρδος 2. αυτός που κερδίζει πολλά αρχ. 1. πολύ πανούργος, πολυμήχανος («αἰὲν ἐνὶ στήθεσσι νόον πολυκέρδεα νωμῶν», Ομ. Οδ.). επίρρ... πολυκερδώς / πολυκερδῶς ΝΑ κατά τρόπο πολυκερδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * +… … Dictionary of Greek
πολυκερδῆ — πολυκερδής very crafty neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πολυκερδής very crafty masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πολυκερδής very crafty masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκερδέστερον — πολυκερδής very crafty adverbial comp πολυκερδής very crafty masc acc comp sg πολυκερδής very crafty neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκερδεῖς — πολυκερδής very crafty masc/fem acc pl πολυκερδής very crafty masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκερδέα — πολυκερδής very crafty neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πολυκερδής very crafty masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκερδοῦς — πολυκερδής very crafty masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκερδέας — πολυκερδής very crafty masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκερδέος — πολυκερδής very crafty masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκερδῶς — πολυκερδής very crafty adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
мъногообрѣтеньѥ — МЪНОГООБРѢТЕНЬ|Ѥ (1*), ˫А с. Выгода, хороший результат: бдѧщим же получающе себѣ сп(с)нь˫а трудъ. кананархисающе. иже и чиноначалници. их же дѣлательство полезно есть на многообрѣтенье. келарьствующии же и обѣдотворци. и хлѣботворци... их же дѣло … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek